- ἄλαρα
- ἄλαραMeaning: τὸ τοῦ δόρατος εἱς τὸν αὐλὸν τῆς ἐπιδορατίδος ἐμπῖπτον. η κάρυα Ποντικὰ. \<καὶ δένδρα ἀλαρίαι\> ἀφ' ὧν γίνεται τὰ δόρατα. (H., cf. EM 57, 53).Other forms: ἐλάραι τὰ ἐν τῳ̃ αὐλῳ̃ τῶν δοράτων ἁρμαζόμενα H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: The interchange α\/ε points to a substr. word. Fur. 347.Page in Frisk: --
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.